- φαυλότητα
- [-ης (-ητος)] η развращённость, испорченность, порочность; подлость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαυλότητα — η / φαυλότης, ητος, ΝΜΑ [φαῡλος] κακοήθεια, αχρειότητα, αθλιότητα αρχ. 1. κακή ποιότητα, ευτέλεια, μηδαμινότητα («τῇ δὲ φαυλότητι τῆς στολῆς ἠχθέσθη», Πλάτ.) 2. έλλειψη δεξιότητας, ανικανότητα («στρατηγῶν φαυλότης ἢ τῶν προδιδόντων τὰς πόλεις… … Dictionary of Greek
φαυλότητα — η κακοήθεια, αχρειότητα, αισχρότητα, κακότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαυλότητα — φαυλότης meanness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαυλότητ' — φαυλότητα , φαυλότης meanness fem acc sg φαυλότητι , φαυλότης meanness fem dat sg φαυλότητε , φαυλότης meanness fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκφαυλος — ἔκφαυλος, ον (Α) 1. επιτατ. τού φαύλος* 2. επίρρ. ἐκφαύλως με φαυλότητα … Dictionary of Greek
ακαθαρσία — η (Α ἀκαθαρσία) [ἀκάθαρτος] 1. έλλειψη καθαριότητας, η βρομιά 2. λεκές, λέρα 3. τα έμμηνα* νεοελλ. κάθε άχρηστο και περιττό αντικείμενο, και ειδικά τα περιττώματα ανθρώπου ή ζώου, τα κόπρανα αρχ. 1. η ακαθαρσία γύρω από ένα έλκος ή τραύμα 2.… … Dictionary of Greek
ατταγάς — ἀτταγᾱς και ἀτταγήν ( ῆνος), ο (Α) 1. ονομασία διαφόρων τύπων πέρδικας 2. η πέρδικα ως φαγητό ορεκτικό 3. Ἀτταγᾱς Θεσσαλός διαβόητος για τη φαυλότητά του. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για ονοματοποιημένη λ., που δημιουργήθηκε από τον… … Dictionary of Greek
αχρειότητα — η (AM ἀχρειότης, ητος) [αχρείος] μσν. νεοελλ. φαυλότητα, αισχρότητα αρχ. το να είναι κάτι ασήμαντο, άχρηστο … Dictionary of Greek
ερεθισμός — ο (Α ἐρεθισμός) [ερεθίζω] 1. εξόργιση, παρόξυνση, διέγερση 2. προτροπή, παρακίνηση 3. η οποιαδήποτε αντίδραση ενός οργανισμού σε εξωτερικές επιδράσεις, η αύξηση τής ευαισθησίας ή ευπάθειας ενός οργάνου τού σώματος, η φλόγωση νεοελλ. (ψυχολ.) κάθε … Dictionary of Greek
ζύμη — η (AM ζύμη) όξινο φύραμα αλευριού το οποίο, όταν αναμιχθεί με μεγάλη μάζα αλευριού και νερού, προκαλεί τη ζύμωσή της, προζύμι, μαγιά νεοελλ. 1. το μίγμα από αλεύρι και νερό, το ζυμάρι 2. μτφ. το ψυχικό φύραμα κάθε ατόμου, η μάζα τών ψυχικών του… … Dictionary of Greek
ιατρεύω — (ΑΜ ἰατρεύω) [ιατρός] 1. γιατρεύω, θεραπεύω, αποκαθιστώ την υγεία κάποιου («οὐκ ἰατρεύεις τὸν νοσοῡντα», Πλάτ.) 2. διορθώνω, διευθετώ («τὴν φαυλότητα τῆς θέσεως ὶάτρευκεν ἡ φύσις», Αριστοτ.) αρχ. 1. εξασκώ το ιατρικό επάγγελμα («τίς ὀρθῶς… … Dictionary of Greek